κλιντήρ

κλιντήρ
ο (AM κλιντήρ, -ῆρος)
το ανάκλιντρο τών αρχαίων («ὧδε δ' ἀνακλινθεῑσα, λύθεν δὲ οἰ ἅψεα πάντα, αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
είδος χαμηλού ευρύχωρου καθίσματος με ερεισίνωτο και βραχίονες, πολυθρόνα («ερρίφθη επί μαλακού κλιντήρος καγχάζων», Π. Καλλιγ.)
αρχ.
φρ. «νεκροδόκος κλιντήρ» — φέρετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω + κατάλ. -τήρ / -τῆρος (πρβλ. ζωσ-τήρ, κλιμακ-τήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλιντήρ — couch masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιντῆρα — κλιντήρ couch masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιντῆρας — κλιντήρ couch masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιντῆρες — κλιντήρ couch masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιντῆρι — κλιντήρ couch masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιντῆρος — κλιντήρ couch masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιντῆρσιν — κλιντήρ couch masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιντήρων — κλιντήρ couch masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιντήριον — κλιντήριον, τὸ (Α) [κλιντήρ] υποκορ. τού κλιντήρ* …   Dictionary of Greek

  • κλιντηρία — κλιντηρία, ἡ (Μ) [κλιντήρ] είδος καθίσματος, κλιντήρ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”